Новогреческий словарь
έμμετρος
έμμετρ|ος
1)
стихотворный
;
~ο δράμα — драма в стихах
;
2)
умеренный
(в еде, питье и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стихотворный
? —
έμμετρος
как на
(ново)греческом
будет слово
умеренный
? —
έμμετρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμμετρος
? — стихотворный, умеренный
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχοπαθολογία
—
ανοτιμητικός
—
μασκαρεύω
—
πραιτωρικός
—
ανάρδευτος
—
πάχυνση
—
πορνικός
—
φαυλοκράτης
—
νοματίζω
—
έρεβος
—
σπάνιος
—
ύπατος
—
διατείχισμα
—
τοξικολόγος
—
πολισμάνος
—
γυναικίστικος
—
κοντόχρονος
—
λερώνει
—
δέος
—
κοιλιόδεσμος
—
ξαναβάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,