|
утопический; ~ σοσιαλισμός — утопический социализм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утопический? — ουτοπικός как с (ново)греческого переводится слово ουτοπικός? — утопический — ατέρμονας — συνδιάγω — αδικοθανατίζω — χοχλιός — αξύπαστος — φυσιολατρικός — σακκολαίφη — αναβίβαστρον — διηκριβωμένος — γεννοβόλι — Τσικνοπέμπτη — προσλιμενίζομαι — νεόχτιστος — ανορύσσω — μισουρανίς — γάντζος — αιμοσφαίριο — αρνησιά — εθνισμός — ακουαρέλα — εντολοδόχος |
|||