|
ο психика; υγιής ~ — здоровая психика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово психика? — ψυχισμός как с (ново)греческого переводится слово ψυχισμός? — психика — καταρρέων — αφύλακτος — ξυλιασμένος — αρετσίνωτο — διαμένω — ξυλόβιδα — μονδαμίνη — μαγκούφικος — κεφαλομάντιλο — σκυλευτής — αμφίγνωμος — διακανονίζω — πολυπροσώπως — περιδέραιο — χοράρχης — κεδρί — αψινθώνω — λάου-λάου — κρυφά — ψυλλιάζομαι — σκάπτω |
|||