|
αόρ. от θέτω и τίθημι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έθηκα? — — ξεβλάσταρο — νοστιμούλικος — ακατήχητος — ξενοδουλευτής — έρημος — τοματόσουπα — χρονοσκόπιον — κρασοστάφυλο — μοναδικότητα — αφύτρωτος — γερμανισμός — πατριαρχώ — κρατιέμαι — ωχριώ — άλλαγμα — ναυς — άτοπο — βομβακιάζω — παινεύομαι — απόκρυφος — γλοιόδερμος |
|||