|
ο галоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галоп? — διποδισμός как с (ново)греческого переводится слово διποδισμός? — галоп — βιλίτσα — κόκκα — μνηστήρας — λουφατζής — σαρκοφαγικός — δημογραφία — ελαιεμπορία — εμοί — αλλαντοποιία — χωμάτινος — συγχρόνως — ογκώνω — διασύρω — κρανιολογικός — χιονοστρόβιλος — φοράδα — καθαρογράφος — αργόβιος — παιδοψυχολογία — λογάτε — νομιμοποιούμαι |
|||