|
ο, η рисовальщик, рисовальщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рисовальщик? — ιχνογράφος как на (ново)греческом будет слово рисовальщица? — ιχνογράφος как с (ново)греческого переводится слово ιχνογράφος? — рисовальщик, рисовальщица — ονάριο — ρεγουλάρισμα — γουρουνήσιος — πόκος — μυώδης — μισερεύω — ανταμύνομαι — εσώτερον — συμβάλλομαι — παστέλι — θήλυ — σαπουνόπετρα — χειροτεχνία — γιδιά — αμεταποίητος — Ευμενίδες — γατήσιος — παράγω — Θεσσαλός — τοσούλης — αρματολόμπασης |
|||