|
η мороз; холод; ελαφρά ~ — заморозки; πλάκωσε ~ — ударили морозы; κάνει ~ έξω — морозит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мороз? — παγωνιά как на (ново)греческом будет слово холод? — παγωνιά как с (ново)греческого переводится слово παγωνιά? — мороз, холод — υπεραίρομαι — τσαμπουνοτούμπακα — γιουρουστίζάω — λιόδρομο — καλλιτέχνιδα — γονεϊκός — αντραλίζω — σάγμα — λάγυνος — αγκωνούλα — ψυχοβλαβής — αριστεροκρατούμαι — δημαιρεσιακός — καταπρόσωπο — ατόρνευτος — επιπωματιστής — εξυβριστικός — αγκωνιάζω — ευτυχισμένος — δακτυλοδεικτουμαι — ραβδωτός |
|||