Новогреческий словарь
πλάνης
πλάνης
ο 1)
скиталец
;
2)
кочевник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скиталец
? —
πλάνης
как на
(ново)греческом
будет слово
кочевник
? —
πλάνης
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλάνης
? — скиталец, кочевник
#
(ново)греческий словарь
—
εκπατρισμός
—
αποφώλιος
—
εξέχων
—
στιλβωμένος
—
σκαριφισμός
—
εγκαιρόττιτα
—
αδελφοποιητός
—
ξεκολλάω
—
αλευρόκολλα
—
ψεγάδιασμα
—
ψυχρός
—
αριστούργημα
—
ανεμική
—
προπαγανδίστρια
—
έναυσμα
—
νιόσκαφτος
—
αποδιάλεγμα
—
λογοκρίνω
—
προσφύομαι
—
καληνύχτα
—
αλμυρούτσικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве