|
несортированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несортированный? — αξεδιάλεχτος как с (ново)греческого переводится слово αξεδιάλεχτος? — несортированный — χαρτοκλέφτης — το — διαζωτικός — τεχνάζομαι — απατεώνισσα — επισκίασις — απλοχερίζω — έκλευκος — μούγγα — επειξη — ατσίδα — αναρρέω — ακροβάτις — εμπλακείς — αναδιαπλάθω — ευτελής — διψαλέος — μαύρισμα — περίεργα — μισοτελειώνω — διοιρισμένος |
|||