|
η прям., перен. пропитывание, насыщение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пропитывание? — εμπότιση как на (ново)греческом будет слово насыщение? — εμπότιση как с (ново)греческого переводится слово εμπότιση? — пропитывание, насыщение — σκληραργίλιο — θεϊκός — αυτοκράτειρα — αγελαδίτσα — χνοάζω — γλυκαναστενάζω — ξένο — ποδηλάτης — αβολίδωτος — φιλοκττιμοσύνη — κούμαρο — αστεροσκόπος — Μαδάρα — αναλύτρια — διάσκελα — εξελέγχω — μονοβεργίζω — ρητινοσυλλέκτης — ανδροκρατία — αρραβωνιαστική — γεώμηλο |
|||