|
ο итальянец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово итальянец? — Ιταλός как с (ново)греческого переводится слово Ιταλός? — итальянец — προαπαντώ — γόβα — αφορμίζω — αντιδηλώνω — επινοητικότητα — τροφικός — υδρόφοβος — βολταμπέρ — τοτέμ — μεσόπλευρος — λαμάζω — αδιαπέραστα — βερμούτ — τριήραρχος — σχολιανός — ζευκτήριος — βάσανο — άστε — νόστιμα — ακίνητος — γλύκαμα |
|||