|
путеводный; τό ~ό νήμα — путеводная нить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово путеводный? — οδηγητικός как с (ново)греческого переводится слово οδηγητικός? — путеводный — ισότητα — κατάμπροστα — αρτοκοπτικός — αποκρεμάδα — συσπειρωμένος — ξεθάμπωμα — υποθερμαίνω — ποιητάκος — κουλουράς — Πτολεμαίος — ποτήριον — λογική — ντροπαλός — αφομοίωση — μπόλ — πειραματιστής — χρυσόστομος — σαβάνωμα — βαθμούχος — καματάρης — επανεντάσσω |
|||