|
украинка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ουκρανικά? — — βάγια — κακεντρεχώς — μεγαλορρημονώ — κρομμυδόφλουδα — ειρηνική — τσιόνι — απόγραμμα — δίποδος — ταξικά — κοινό — νευροψυχολογία — σπληνεκτομή — αποτύπωση — ξεκουβάριασμα — γευστικότητα — αντιφωτώ — λεμονιά — εβράχην — αφύλαγος — υψηλό — κοσμικότητα |
|||