|
единоутробный (о братьях, сестрах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единоутробный? — αμφιπάτριος как с (ново)греческого переводится слово αμφιπάτριος? — единоутробный — ρυτιδωμένος — μινιατούρα — παρεκκλήσιο — στομαχόπονο — συναισθηματικότητα — πρόοψις — φάνηκα — απαρηγορησιά — αυτογνωστικός — βραδύνους — αζόριστος — αποσκληρύνω — ανοστίμευτος — φορτσέρι — μονομαχώ — αντιπαράταξη — δημοκατάρατος — μήλωση — εγκόσμια — θρησκειολογία — πράγμα |
|||