Новогреческий словарь
λιγομίλητος
λιγομίλητος
молчаливый, неразговорчивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιγομίλητος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρνοτόμαρο
—
μαρξισμός
—
ζυγαρίζω
—
αντίστεκος
—
αντικειμενισμός
—
αλεκτοροειδή
—
υποστηρίζω
—
πλουτίζω
—
σαμαρωτός
—
ανεπιβλεψία
—
γαντζώνω
—
σφυροκοπώ
—
γράμπα
—
πλινθοδομή
—
γλωσσοφαγιά
—
ακτινοθεραπεία
—
απραγματοποίητος
—
σπάρτο
—
πατομπούκαλο
—
κουτός
—
φιλοτεχνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве