λιγομίλητος

формы словаβ
λιγομίλητος
молчаливый, неразговорчивый


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λιγομίλητος? —


γνέσιμοεναγκαλισμόςπληχτικόςξηρολιθοδομήβεβαιώνωαπογεννώνάρδονκυλιστόςκαλοπληρώνωθλώυπερκεφαλαιοκρατισμόςαιματοφόροςδισκοθήκηφέτααεριοποιώεναντιότηταανήκεστοςαλλέγρασυστάτηςτελεσίδικοςσυντριβή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit