|
молчаливый, неразговорчивый #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιγομίλητος? — — γνέσιμο — εναγκαλισμός — πληχτικός — ξηρολιθοδομή — βεβαιώνω — απογεννώ — νάρδον — κυλιστός — καλοπληρώνω — θλώ — υπερκεφαλαιοκρατισμός — αιματοφόρος — δισκοθήκη — φέτα — αεριοποιώ — εναντιότητα — ανήκεστος — αλλέγρα — συστάτης — τελεσίδικος — συντριβή |
|||