|
η мужеподобная женщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужеподобная женщина? — αντρογυναίκα как с (ново)греческого переводится слово αντρογυναίκα? — мужеподобная женщина — εντατήρ — φάγουσα — σόγκραση — ανομοιογενής — ακατάτρεκτος — όχι — νυφούλα — κλασσέρ — θηλύκι — αρκουδόγυφτος — αμαρτωλός — εξαιρετικότητα — παιδικάτα — εκνεύριση — σημείον — χωριό — νομιμοφανής — Ευαγγελισμός — τριακονταπλούς — εφτακοσάρι — μασητικός |
|||