Новогреческий словарь
Δανίδα
Δανίδα
η
датчанка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
датчанка
? —
Δανίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
Δανίδα
? — датчанка
#
(ново)греческий словарь
—
λειώ
—
απροχώρητο
—
ακμαίος
—
υδατισμός
—
μηλόσουπα
—
εφευρετικός
—
αφυσητός
—
σιάξιμο
—
τιθέμενος
—
υφηγεσία
—
οράμα
—
αεριόμορφος
—
ωμοπλατιαίος
—
υδροπερατός
—
δημοκρατία
—
πηδηματιά
—
κονδύλωμα
—
απίστευτος
—
πολυπειρία
—
νάφθα
—
ηλιοστάσιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве