Δανίδα

формы словаβ
Δανίδα
η датчанка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово датчанка? — Δανίδα
как с (ново)греческого переводится слово Δανίδα? — датчанка


ευθυμολογίαγνωσιολογικόςκορόμπλοεφοδευτήςβλαστικότητακουρντίζωαποκαταντιάαστραχάςοδοκαθαρίστριααφτραατμοθεραπείασανιδώνωξεμπράτσωμαξεμυτάωεικοσάχρονοςπροσωνυμίαμπιστεμένοςσχολείοπέλαγοοπιώδηςψηλάφηση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit