|
η датчанка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово датчанка? — Δανίδα как с (ново)греческого переводится слово Δανίδα? — датчанка — ευθυμολογία — γνωσιολογικός — κορόμπλο — εφοδευτής — βλαστικότητα — κουρντίζω — αποκαταντιά — αστραχάς — οδοκαθαρίστρια — αφτρα — ατμοθεραπεία — σανιδώνω — ξεμπράτσωμα — ξεμυτάω — εικοσάχρονος — προσωνυμία — μπιστεμένος — σχολείο — πέλαγο — οπιώδης — ψηλάφηση |
|||