|
ο глашатай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глашатай? — ντελάλης как с (ново)греческого переводится слово ντελάλης? — глашатай — αναερόβιος — έζευξα — ακριτομυθία — καλαμοπόδαρος — αλγερίνικος — ενεδρευτής — πινακηδόν — σκεμπέ — οκτασύλλαβος — εγκαυστική — αναμπάρωτος — έκτρωμα — ηλιογραφικός — αρήλογος — ασκεψιά — διαθερμασία — ψαθάκι — αξιοκρατία — ξεκάμωμα — προσάρτηση — φακιολίζω |
|||