|
геол. юрский; ~ περίοδος — юрский период #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово юрский? — ιουράσιος как с (ново)греческого переводится слово ιουράσιος? — юрский — μελανηφορώ — οσοσδήποτε — γλυκολέϊμονο — ομαλότητα — πόλωση — έμεσμα — εννιακόσιοι — ανάθρεμμα — σκατάς — ιχθυάλευρα — ανεφοδιασμός — τσεμπέρι — ακινητοποίηση — μαϊμουδίστικα — ξινούδι — απρόβλεφτος — αριθμώ — φαιοχίτωνες — στομίς — ανθρωποσωστικός — σιωπαίνω |
|||