Новогреческий словарь
ιδιοκατοίκητος
ιδιοκατοίκητ|ος
занимаемый самим хозяином
(о жилище)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
занимаемый самим хозяином
? —
ιδιοκατοίκητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιδιοκατοίκητος
? — занимаемый самим хозяином
#
(ново)греческий словарь
—
πλάτυνση
—
χασές
—
ηλεκτρομεταλλουργία
—
ατιμία
—
ηλεκτροφώτιση
—
ώχ!
—
λεπτοτομία
—
χαρτόνι
—
κοχλιοτομευς
—
ασημοκλαίω
—
μουντζουρώνω
—
τυροποιω
—
ψαλίς
—
εντυπο
—
ζερβόδεξα
—
ιατρός
—
δικάσιμος
—
επαλήθευση
—
εικαστικός
—
πατριαρχία
—
αφυσικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве