Новогреческий словарь
αττικίζω
αττικίζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αττικίζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γναφεύς
—
ασφαλτώνω
—
δανειοδότηση
—
κακοκάμωτος
—
αλευροθήκη
—
γιδιά
—
κατάντεμα
—
αμούργα
—
διττανθρακικός
—
καθορώ
—
επίπαστος
—
δόντι
—
μάγεμα
—
υποτροχήλιον
—
βλητική
—
λιγυρότης
—
γκελ
—
σπερματοκύτταρο
—
στεατοπυγία
—
μπάρα
—
μεταμορφώσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве