|
ο тех. пробка, затычка, втулка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пробка? — εμφράκτης как на (ново)греческом будет слово затычка? — εμφράκτης как на (ново)греческом будет слово втулка? — εμφράκτης как с (ново)греческого переводится слово εμφράκτης? — пробка, затычка, втулка — εξοίδηση — πεντάεδρο — αχθόμετρον — βουτσί — πρωτοπρεσβύτερος — ατλαζωτός — εξυγιαντικά — χεροκρατιούμαι — φαλιρισμένος — ανεπιδίκαστος — σχολάρχης — διαπαντός — εφυαλώνω — ντριτσάρω — καραβέλλα — σωματέμπορος — μεταλλογνωσία — λαιμικός — ατεζάριστος — κατακέφαλος — μόρον |
|||