Новогреческий словарь
αισθησιακός
αισθησιακός
чувственный, плотский
;
~ές απολαύσεις — плотские удовольствия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чувственный
? —
αισθησιακός
как на
(ново)греческом
будет слово
плотский
? —
αισθησιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αισθησιακός
? — чувственный, плотский
#
(ново)греческий словарь
—
μπουφές
—
ψελλός
—
βώτζος
—
μοναστηράκι
—
διάξυσμα
—
λιοκαμένος
—
διαφεντεύτρα
—
ευθυγραμμώ
—
διαγώνιος
—
γαλήνεψη
—
πολυκαρπία
—
ζαχαρωμένος
—
σαχλαμαράκιας
—
κινητικός
—
επιτηδειότης
—
μεταμελούμαι
—
τελεσιδικώ
—
καψαλήθρα
—
ράκος
—
μπλου
—
επιτυγχάνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,