|
заинтересованный; ~η πλευρά — заинтересованная сторона; είμαι ο αμέσως ~ — быть непосредственно заинтересованным лицом; οι ~οι δύνανται νά υποβάλουν αιτήσεις — [phrase]желающие могут подать заявление[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заинтересованный? — ενδιαφερόμενος как с (ново)греческого переводится слово ενδιαφερόμενος? — заинтересованный — άφτερος — κορμός — ηθοποιός — ταριχευτός — σκαλίζω — ξαμολλιέμαι — καταπότι — ηχείον — παϊδάκι — στελεχώνω — γιαβουκλού — αεροδρόμιο — οδηγούμαι — εξαθλίωση — τσούγκρισμα — νοιώνω — γεροντοπέφτω — στρωματάς — στρούγκα — ψωνίζομαι — αποθησαυριστέος |
|||