|
το помёт (козий, овечий) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помёт? — βερβέλι как с (ново)греческого переводится слово βερβέλι? — помёт — μεταμοντερνισμός — ευτέλεια — μειλνχιότης — αγαλήνευτος — τρομακτικά — πληκτικά — επικρεμώ — αγκαθερός — ψαγμένος — αρύλογος — πορτάρω — κιούλη — άχαρος — πλουτίζομαι — ελεφαντοκόκαλο — αμαξοειδής — υπερκόπωση — κακώς — χαριτολόγος — επτάπλευρον — αφορισμένος |
|||