|
ο мат. множимое #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово множимое? — πολλαπλασιαστέος как с (ново)греческого переводится слово πολλαπλασιαστέος? — множимое — γλοιός — χλιαρότητα — κατασυκοφάντηση — αεροβόλισις — αλλαξοφεγγιά — κηπευτική — τηγανόψωμο — γαστήρ — λωλός — πλακόστρωμα — μεταφραστικά — ούτε — ληκτικός — δοκιμή — εμέ — λαχίδι — εμβολιάζω — παρακάτου — περηφανεύομαι — συνεταιρισμός — αντίστασις |
|||