|
необработанный, сырой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необработанный? — ανέργαστος как на (ново)греческом будет слово сырой? — ανέργαστος как с (ново)греческого переводится слово ανέργαστος? — необработанный, сырой — δοξαστής — κυνοδρομία — ποδηγέτης — περιφρονώ — αμυλόκοκκοι — έντρομος — καραμπόλα — απλουστεύομαι — σπερματικός — μειωτικά — ρόβι — θειότητα — ανακαθαίρω — μεταφερτός — αγουροξυπνημός — αλλοιθωριά — λιθοσφαιρικός — τετράποδο — καστανοπώλης — ακατέβαστος — φθορίζω |
|||