|
раздваивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздваивать? — διχαλώνω как с (ново)греческого переводится слово διχαλώνω? — раздваивать — φλεβοτομία — περίπου — εξερευνητής — πετροσέλινο — ανοιχτά — παγοκρύσταλλοι — τύρφη — ορώ — χρεωλυσία — αλλότρια — αγχίνοια — μαυροκέφαλος — ντίβα — οίκος — αναλυγκιάζω — ψευδοθεωρία — χωρίζομαι — καταγκρεμίζω — μονοσέντονο — πρόγονος — προσχωματικός |
|||