|
определяющий, устанавливающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово определяющий? — προσδιοριστικός как на (ново)греческом будет слово устанавливающий? — προσδιοριστικός как с (ново)греческого переводится слово προσδιοριστικός? — определяющий, устанавливающий — γαγκάβα — οργανοποιός — κάλφας — αλλοιθωριά — ονοματοθετώ — άστοργος — υδροστάθμη — γερμανομανής — ηλεκτρομεταλλουργία — ετησίαι — Παρθένος — διαμπερώς — στηθοδέρνομαι — ελαιογραφικός — πρωτο- — οικιστής — σκευοθήκη — ζωαρκή — σουρτούκης — μικροφωτογραφία — εναρμόνιση |
|||