Новогреческий словарь
προσδιοριστικός
προσδιοριστικός
определяющий, устанавливающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
определяющий
? —
προσδιοριστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
устанавливающий
? —
προσδιοριστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσδιοριστικός
? — определяющий, устанавливающий
#
(ново)греческий словарь
—
αφυδατώ
—
διατράνωση
—
κατατόπια
—
κουρούπα
—
λίμνη
—
κυκλάμινο
—
αντανακλαστικό
—
μεγαλούργημα
—
αβράχυντος
—
στρωματάς
—
ημισφαιρικός
—
σαπωνίζω
—
ενδοπαράσιτο
—
αναβιβάζω
—
σχοινοτενής
—
πληγώνω
—
σκουφάτος
—
πουλί
—
στειροβότανο
—
χαλκογραφώ
—
σκέλεθρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве