|
гортанный; горловой; ~ή φωνή — гортанный голос; ~οί φθόγγοι — гортанные звуки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гортанный? — λαρυγγικός как на (ново)греческом будет слово горловой? — λαρυγγικός как с (ново)греческого переводится слово λαρυγγικός? — гортанный, горловой — κωβιός — γαμπιέρος — ψίχα — γελαδάρισσα — ξυλοβιομηχανία — συνδικάτο — αλεποτρίχης — συνθιασώτης — ξερριζώνω — ντοματοπελτές — ακουβάλητος — αντικατάταξη — εύνους — γυναικείος — λιγεύω — τσίφνα — κυπρέϊκος — πονοκεφαλώ — σούγλιασμα — καταλήστευση — ηχοαπορροφητικός |
|||