Новогреческий словарь
λαρυγγικός
λαρυγγικός
гортанный; горловой
;
~ή φωνή — гортанный голос
;
~οί φθόγγοι — гортанные звуки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гортанный
? —
λαρυγγικός
как на
(ново)греческом
будет слово
горловой
? —
λαρυγγικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαρυγγικός
? — гортанный, горловой
#
(ново)греческий словарь
—
τουαλέτα
—
φρονηματίας
—
μάθος
—
αποσκεπάζω
—
πολιτικομανής
—
δαγκώνω
—
μαιευτική
—
ντοματίτσα
—
καλτσοβιομηχανία
—
θροφή
—
υπερτραφής
—
παστώνω
—
αεροβάμων
—
παρντόν
—
εφιάλτης
—
κλητική
—
γύναικόσόϊ
—
χαλαζοβρόχι
—
σιδηροθλάστης
—
ελευθερώνομαι
—
όσχεο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,