|
кажущийся справедливым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кажущийся справедливым? — δικαιοφανής как с (ново)греческого переводится слово δικαιοφανής? — кажущийся справедливым — ιαμβοποιός — ταχύπλοος — αποχαιρέτισμα — ζεύγομαι — αρπώ — γελάδα — τρισέγγονο — διαζύγιο — ωροσκόπιο — μαγγανίζω — αγκαθοτόπι — φιδότρυπα — απαράλλακτος — εορταστικά — κατατακτήριος — τουλάχιστον — νυκτοφυλακή — έρωτας — καλιγωτής — σαράφης — ολούθε |
|||