|
восточный, азиатский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восточный? — ανατολίτικος как на (ново)греческом будет слово азиатский? — ανατολίτικος как с (ново)греческого переводится слово ανατολίτικος? — восточный, азиатский — πολυγλωσσία — παρακεκινδυνευμένος — συναίτιος — νιτρώνω — δημογέροντας — καταστατικό — χύμα — οικείος — υποφέρνω — ιδιοφυής — κρεβάτα — σιδηρογραφία — τριώνυμο — αξιόπρεπος — καπνεργοστάσιο — μαλακίζομαι — γλοκολαλάω — αποσφάζω — ατιμία — κοπιάζω — οδοντογιατρός |
|||