|
пользующийся синекурой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пользующийся синекурой? — αργόμισθος как с (ново)греческого переводится слово αργόμισθος? — пользующийся синекурой — πιάνο — αδούλευτος — αρόδο — δοξομανής — καταφρονημένος — καταταράσσω — Βετελγόζης — κακοτοπιά — τρίωρος — παρήχηση — θερμάστρα — πετρελαιομηχανή — πλειοψηφών — μαχαιράδικο — κωπίον — ακινητώ — θύλακος — κεφαλαιοκρατικός — χρησιμοθηρία — τρενάρισμα — κροκοσυλλέκτης |
|||