|
мобилизовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мобилизовать? — επιστρατεύω как с (ново)греческого переводится слово επιστρατεύω? — мобилизовать — ανάμερος — λαϊκή — σκωλήκιον — ραδιοφωνία — αντωνυμικώς — ενδεικτικό — εγκαυματίας — αφιλάνθρωπος — εγκαρτέρηση — ασουρωτός — συμπλέκτης — αποκατασταλάζω — φρενάρω — σπινθηροβόλημα — αγοραπωλησία — στρατοπεδεύω — ελλοβός — ανοικοδόμητος — κακονυχτώ — γαστρώνομαι — ορθοδοντική |
|||