ρεμπέτικος

формы словаβ
ρεμπέτικος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ρεμπέτικος? —


επονείδιστοςυπεραστικόεδεσματοθήκηαγαθάκυριολεκτικόςφρυγμόςαπογαλακτισμόςμονογράφωκοχλασμόςαπαράλλακτοςσυνάνθρωποςστάτωρεπιμετάλλωσηδεκαετήςαεράμυναξεκουτιαίνομαιτζαμένιοςευρωπαίαδημηγορίακαλοχώνευτοςχλωρίδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit