Новогреческий словарь
νομοτελειακός
νομοτελειακός
:
νομοτελειακό φαινόμενο — закономерное явление
;
~ή ανάπτυξη — закономерное развитие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
νομοτελειακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κομίστρια
—
συσφιγκτήρας
—
ξυρίχι
—
γυφτιάζω
—
δαφνόλαδο
—
αρχετυπικά
—
στραβοτιμονιάζω
—
ξεροτηγανίζομαι
—
ταβατούρι
—
φτεροδέρνομαι
—
περιτυλίγω
—
αποκαυκαλίζω
—
ακυκλοφόρητος
—
αναγριώνω
—
διασπαθιστής
—
σχετικώς
—
πανηγυριώτης
—
αδιατάρακτος
—
αποστάτισσα
—
ηλεκτροφυσιολογία
—
θρονιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве