|
вырывать с корнем (лозы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вырывать с корнем? — ξεκουρμουλώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεκουρμουλώνω? — вырывать с корнем — μερικός — παράβλεψη — τερηδονίζομαι — αχαιρέτιστός — Αργεντίνος — χαλάζι — γλυκοχαϊδεύω — ιδεαλιστικός — ποδοπάνο — οφθαλμαπάτη — υδατόσημο — φωτοσυνθετικός — αμετάκλητα — μακιγιαριστής — διαγωνίζομαι — τσαουλιά — διαπλάτισμα — υδατοσφαίριση — ακόπιαστος — χρησιμοποιημένος — μελλοντικά |
|||