|
αόρ. от υπάρχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπήρξα? — — ταμπάκικο — παραλυμένος — συγχωροχάρτι — πρωτόγαμος — εμμάρτυρος — αναπήδημα — ηλεκτροθεραπεία — πραγματικά — λούσιμο — καχεκτικότητα — υγρομετρία — αποστρέφομαι — Θεομακάριστος — ομοιοπαθητικός — αποσάπισμα — ισχαιμία — απόρθητος — ευνοϊκός — ορκοδοτικός — ασχημοκαμωμένος — επακουμβητήριον |
|||