|
η линование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линование? — γραμμογραφία как с (ново)греческого переводится слово γραμμογραφία? — линование — αντιτετανικός — εμβάς — αποθερισμός — σύμπτυγμα — διαμονή — ζουρλός — άκαυτος — ημιάγριος — κοντραμπάσο — βρομερός — αρκτοκέφαλος — προϊών — εικονόμετρο — Ατσίγγανος — φακιολίζω — αμίσθωτος — μποκάλι — πιόσιμο — γαστήρ — ανύπανδρος — προσθαλάσσωση |
|||