|
η клинковый штык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клинковый штык? — ξιφολόγχη как с (ново)греческого переводится слово ξιφολόγχη? — клинковый штык — απεικόνιση — εγγλέζικος — υγειονομικό — δετήρας — γραμματέας — παράλιος — αχαριστία — υδροδυναμική — διττογραφία — αντηχητής — σύνωρος — ανατρίπτρια — ασεβώ — προβάδιση — ευμετάθετος — μπαλτζής — αιτία — καταναλωτισμός — αντίγραφον — πρυμνήσια — περουβιανός |
|||