|
горячо (вос)принимать, проникаться (чем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горячо принимать? — ενστερνίζομαι как на (ново)греческом будет слово проникаться? — ενστερνίζομαι как с (ново)греческого переводится слово ενστερνίζομαι? — горячо принимать, проникаться — θρομβοκυττάρωση — τηλέγραφος — παρκάκι — ιονισμός — αδιαβατικός — μεσοκαιρίτης — κατευοδώνω — πυριγενής — κατατραυματίζω — γαλβανοτεχνική — εξαωρία — βαφτισιμιά — συζευγνύομαι — μοναχόπαιδο — ξεσηκωμένος — δράκα — πεντάπρακτος — παραχορταίνω — συντονισμός — ταραμάς — γενειοφορία |
|||