|
костяной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово костяной? — κοκκαλένιος как с (ново)греческого переводится слово κοκκαλένιος? — костяной — αποθεματικό — ραδιοδέκτης — ευκολομίλητος — δαφνοστόλιστος — απόσπερος — πλατύβαθρο — σπλαγχνολογία — ολιγόστιχος — μπογάτσα — γαλήνευμα — ανθολογία — χαριστικά — ουρανολογία — σκατολογία — βρωμόστομα — διαλεκτής — εμπορούπάλληλος — σάλος — αιδημοσύνη — γκρας — ψηλά |
|||