|
το колбасная (место, где делают колбасу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колбасная? — αλλαντοποιείο как с (ново)греческого переводится слово αλλαντοποιείο? — колбасная — επιπροσθέτω — άτυχης — κινέζικο — καρυάτιδα — κατόπτευση — σπερματόφυλλο — ξόδεμα — μανιώνω — καστρόπορτα — κραυγάζω — νευρικότητα — ατόφυος — χέλυον — ατόνηση — λάχανο — αποφοιτών — φορητότητα — ξιφομάχος — τιγροειδής — δαφνοκέρασος — καρουλιάζω |
|||