|
το бурдючный сыр; === τόν έκανε ~ — [phrase]он его отдубасил[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурдючный сыр? — τουλουμοτύρι как с (ново)греческого переводится слово τουλουμοτύρι? — бурдючный сыр — σμίλευση — λάκκος — δασόκλειστος — περιπαικτικά — αποκαθίσταμαι — Ιρακινή — οι — γλυκοκυματίζω — πανικοβάλλω — αβροφροσύνη — σφυριξιά — στραγγαλιστής — πλειοδοτών — ενεχυριαστής — υπνολαλίο — αχρεωκόπητος — ολοκαινούργιος — ταχυδρομικός — αφέγγαρος — αποτράχυνση — αρχαϊστής |
|||