|
το огнеупорная прокладка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огнеупорная прокладка? — αλεξίφλογον как с (ново)греческого переводится слово αλεξίφλογον? — огнеупорная прокладка — προδιόρθωση — κακοφέρνομαι — εκπεριστροφή — έλιξ — ακονιστήρι — καθεμέρα — μεταβιβασμός — βεβαιότητα — βότσαλο — δικαιοδόχος — συμπαρομαρτώ — νεροζύγι — λαζούρι — βακτηριακός — αργυροκάγκελλο — υπηρεσιακός — φθογγόσημο — ξάγναντα — ανασκαλίζω — τσοντάρισμα — αισθητιστής |
|||