κερασάκι

формы словаβ
κερασάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κερασάκι? —


πεταλώνωκουντούραδιάδημαγλαρόνιγεννητήςξαναφεύγωεύγεκατασπαράσσωεξαχρειωμένοςδιεκπρίωαρχειομαρξισμόςκοινωνώάντωσηαποκομιδήυπέδαφοςπιεστικόςπαρορμίζωαπογευματινήπαρένθεσηαναφωνητόοπτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit