|
το электрический свет, электричество; ανάβω τό ~ — зажигать электричество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электрический свет? — ηλεκτρικό как на (ново)греческом будет слово электричество? — ηλεκτρικό как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρικό? — электрический свет, электричество — ανάπλωτος — εκλαύσθην — αδιαφορία — αττικός — παραγωγικός — δυναμικότητα — δικός — φαγουρίζω — αλκάνη — άπιον — μεγαθυμία — πελεκάς — πιδεξιότητα — τιμητής — σποδός — επιδρώ — ανισοκατανομή — ηθογράφος — υπερθερμία — κατηχητική — ερείδομαι |
|||