Новогреческий словарь
γινατσιάρικα
γινατσιάρικα
с упрямством
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
с упрямством
? —
γινατσιάρικα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γινατσιάρικα
? — с упрямством
#
(ново)греческий словарь
—
ποντικομαμή
—
ανειδοποίητα
—
αφαρμάκευτος
—
ξετιμάω
—
σεβνταλής
—
Χιλιανή
—
απογωνιάζω
—
αδάκτυλος
—
κόκκινος
—
ονομαστικώς
—
ασφαλτώδης
—
ετυμολόγηση
—
φυτοζωώ
—
αντιρρέω
—
αμετάγνωστος
—
εικοσαετής
—
προσφύομαι
—
θεώμοι
—
ποικιλόχρωση
—
σπασοκέφι
—
ανιχνευτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве