Новогреческий словарь
γλυκοπύρουνος
γλυκοπύρουν|ος
1)
со сладкими косточками
(о плодах);
2) :
~ουνο βερύκοκο — абрикос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
со сладкими косточками
? —
γλυκοπύρουνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γλυκοπύρουνος
? — со сладкими косточками
#
(ново)греческий словарь
—
βροντώ
—
αγαπιάρης
—
πρήζω
—
φιλοδασικός
—
σέρνομαι
—
αργοπάτητα
—
ενδιάμεσο
—
εγγύτερος
—
μέχρι
—
βαρκάρισμα
—
ξεκρεμάζω
—
ανασγυρίζω
—
άφλεκτος
—
ολάκερος
—
συντροφικότητα
—
ελευθέριος
—
παρακείμενος
—
εσωστρεφής
—
καταγεμάτος
—
ψευτοπαλικαράς
—
προλεγόμενα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,