|
1) неповторённый; 2) не вздвоённый (о пашне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неповторённый? — αδιβόλητος как на (ново)греческом будет слово не вздвоённый? — αδιβόλητος как с (ново)греческого переводится слово αδιβόλητος? — неповторённый, не вздвоённый — στιλπνός — βιοχημικός — γραμμένο — Γιαπωνέζα — φοινομενικός — αφύσικο — εντεροκολίτιδα — σπίνος — αραβοσίτινος — γενετήσιος — αλλεπαλληλία — ρωμανικός — σωφρονιστής — ακτινογραφία — καθιερωμένα — οισοφαγικός — εξελκωτικός — κακοθυμία — ενάμιλλος — καθορίζομαι — ιστιοραφώ |
|||